υδαταέριο

υδαταέριο
το, Ν
χημ. άλλη ονομασία για το υδραέριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + αέριο (βλ. και υδραέριο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υδαταέριο — το τεχνητό καύσιμο αέριο, που προέρχεται από την αποσύνθεση υδρατμών πάνω από αναμμένους άνθρακες μεγάλης θερμοκρασίας (1.000° 1.200°C), το υδραέριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδραέριο — το, Ν χημ. αέριο μίγμα μονοξειδίου τού άνθρακα και υδρογόνου, που λαμβάνεται κατά τη διάσπαση τών υδρατμών με διέλευση τους πάνω από διάπυρους άνθρακες και χρησιμοποιείται ως καύσιμο, ως πρώτη ύλη για την συνθετική παρασκευή μεθυλικής αλκοόλης… …   Dictionary of Greek

  • υδραέριο — το υδαταέριο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”